πιστόλι

πιστόλι
Μικρό φορητό πυροβόλο όπλο, η χρήση του οποίου χρονολογείται από τον 15o αι. Τα πρώτα π. ήταν σχετικά μακριά όπλα, με διαμέτρημα ανάλογο των τουφεκιών, από τα οποία διέφεραν στο ότι είχαν λαβή κατάλληλη για να κρατιούνται και να χρησιμοποιούνται με το ένα μόνο χέρι. Το όνομά τους προέρχεται ίσως από την ιταλική πόλη Πιστόια, όπου υποστηρίχτηκε ότι κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά. Σύντομα καταβλήθηκαν προσπάθειες να τροποποιηθεί το όπλο αυτό, ώστε να ρίχνει περισσότερες από μια βολή. Έτσι κατασκευάστηκαν διάφοροι τύποι π., με δύο κάνες ή πολλαπλή κάνη, την οποία έστρεφαν με το χέρι, δηλαδή ένα είδος πρωτόγονου περίστροφου. Στην τελειοποίηση όμως του όπλου αυτού συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό η ανακάλυψη του καψουλιού, του βροντώδους υδραργύρου και πολύ αργότερα των μεταλλικών φυσιγγίων κεντρικής επίκρουσης. Πολλά π., κυρίως αραβικά, ελληνικά και τουρκικά, είναι πραγματικά αριστουργήματα για το σκάλισμα της λαβής και της κάνης. Διακρίνουμε δύο κατηγορίες π.: τα περίστροφα ή ρεβόλβερ και τα αυτόματα ή επαναληπτικά. Τα πρώτα έχουν πίσω από την κάνη κύλινδρο, που μπορεί να περιστραφεί γύρω από άξονα παράλληλο προς αυτόν της κάνης. Ο κύλινδρος αυτός είναι διάτρητος με 5, 6 ή 8 μικρούς θαλάμους σε ίση απόσταση μεταξύ τους και από τον άξονα περιστροφής, μέσα στους oποίους τοποθετούνται τα φυσίγγια. Ο κύλινδρος περιστρέφεται αυτόματα και έτσι κάθε θάλαμος γίνεται διαδοχικά προέκταση της κάνης. Το γέμισμα του περιστρόφου γίνεται με εισαγωγή των φυσιγγίων στους θαλάμους με το χέρι. Στις αρχές του 18ου αι. έκαναν την εμφάνισή τους τα αυτόματα π. με γεμιστήρα, που λειτουργούν με οπισθοδρόμηση της κάνης από την πίεση των αερίων, όπως είναι το μπράουνινγκ, το γούγκερ, το κολτ κ.ά., τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κατά τον A΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Αυτά πλεονεκτούν σε σχέση με τα περίστροφα εξαιτίας της μεγαλύτερης ακρίβειας βολής, της ταχύτερης επανόπλισης, του μικρότερου βάρους και όγκου, έχουν όμως το μειονέκτημα της αφλογιστίας, τη διαφυγή αερίων, τη δυσκολία γεμίσματος κ.ά. Το πολυβόλο π. ή κοινώς αυτόματο εμφανίστηκε γύρω στα τέλη του A΄ Παγκοσμίου πολέμου στον αμερικανικό και το γερμανικό στρατό. Εξελίχτηκε ταχύτατα και στη διάρκεια του B΄ Παγκοσμίου έγινε το μοναδικό όπλο για τις μάχες του πεζικού και των αλεξιπτωτιστών.
* * *
και μπιστόλι, το, Ν
1. στρ. μικρό φορητό πυροβόλο ὁπλο, σχεδιασμένο για να χρησιμοποιείται με το ένα χέρι
2. φρ. «πιστόλι βαφής»
τεχνολ. εργαλείο χρησιμοποιούμενο για το βάψιμο επιφανειών με χρώμα ή με βερνίκι, το οποίο φέρει μικρό δοχείο όπου τοποθετείται το χρώμα και συνδέεται με αεροσυμπιεστή ο οποίος τού παρέχει αέρα υπό πίεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού πιστόλα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πιστόλι — το (λ. ιταλ.), μικρό φορητό όπλο, αλλιώς μπιστόλι, περίστροφο, ρεβόλβερ: Αρπάζει τρέμοντας τα δυο πιστόλια (Μαλακάσης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • κουμπούρι — το 1. (στο παρελθόν) περιστήθιο ένδυμα με πολλά κουμπιά 2. φαρέτρα 3. κουμπούρα, περίστροφο, πιστόλι («σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια», Πολίτ.) 4. στον πληθ. τα κουμπούρια μτφ. οι μαστοί, τα βυζιά («Μαριώ μου, τα κουμπούρια σου με… …   Dictionary of Greek

  • πιστολάκι — το [πιστόλι] 1. μικρό πιστόλι 2. φορητός στεγνωτήρας μαλλιών σε σχήμα πιστολιού …   Dictionary of Greek

  • πιστολίζω — και μπιστολίζω, Ν [πιστόλι] πυροβολώ κάποιον με πιστόλι, ρίχνω πιστολιές εναντίον κάποιου …   Dictionary of Greek

  • Βόλτα, Αλεσάντρο — (Alessandro Volta, Κόμο 1745 – 1827).Ιταλός φυσικός. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και έλαβε άριστη φιλολογική μόρφωση, αλλά αφοσιώθηκε στις θετικές επιστήμες στις οποίες διέπρεψε, αν και ουσιαστικά ήταν αυτοδίδακτος. Νέος ακόμα κατασκεύασε το …   Dictionary of Greek

  • Сфакианакис, Нотис — Нотис Сфакианакис Основная инфор …   Википедия

  • καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… …   Dictionary of Greek

  • μπιστόλι — το βλ. πιστόλι …   Dictionary of Greek

  • παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”